Τα βιβλία μου



«.......Ξέρω ότι θες να μάθεις γιατί δεν σ’ αγάπησα. Γιατί εναντιώθηκα, σε σένα και σ’ όλο τον κόσμο. Γιατί σ’ εγκατέλειψα, γιατί σε βασάνισα, γιατί σε πολέμησα, γιατί σε έπνιξα. 

Δεν σ’ αγάπησα γιατί δεν αγαπήθηκα, δεν συμπόνεσα γιατί δεν με συμπόνεσαν, δεν απόφυγα να βασανίσω γιατί με βασάνισαν, εγκατέλειψα γιατί με εγκατέλειψαν, σε έπνιξα επειδή πνίγηκα κι εγώ.
Συγχώρεσε με παιδί μου, μια κολασμένη ψυχή είμαι που ζητά ανάπαυση και μια ζωή μόνο είναι πολύ μικρή και πολύ σύντομη για να κάνει τον κύκλο της κάθαρσης. 
Μια ζωή μόνο είναι πολύ μικρή και πολύ σύντομη για να πληρώσεις τις οφειλές σου, δίκαιες ή άδικες. 
Δώσε μου την συγνώμη σου για να πάω πιο ανάλαφρη σ’ αυτόν που με περιμένει αιώνες τώρα στον κόκκινο παράδεισο της αγάπης για να μου χαρίσει την λύτρωση. Μην μ’ αφήσεις να ξαναγυρίσω πίσω παιδί μου….»
«Μην μ’ αφήσεις να ξαναγυρίσω πίσω παιδί μου;.»
Δεν καταλάβαινε η Αφροδίτη τι ήθελε να πει η μάνα της, όμως αυτό το «παιδί» μου έλιωσε κάθε οργή μέσα της. Όντως πρέπει να ήταν μια κολασμένη ψυχή, σκέφτηκε, το έδειχνε εξάλλου καθαρά ο βίαιος τρόπος που ξεψυχούσε. 
Η αναπνοή της είχε πια μετατραπεί σε βρόγχο κι ακόμα το σάρκινο περίβλημα δεν έλεγε να λευτερώσει την άυλη διάσταση.
«Τι να κάνω; Πώς να την βοηθήσω;» δεν άντεχε να την βλέπει άλλο και ρώτησε τον Αντώνη
«Συγχωρώντας την! Δεν μπορείς να κάνεις κάτι παραπάνω, ξεψυχά, δεν το βλέπεις»
Το έβλεπε η Αφροδίτη, το έβλεπε, και μέσα από τα βάθη των σπλάχνων της βγήκε η μεγάλη συγχώρεση.
« Συγχωρεμένη να είσαι μάνα. Συγχωρεμένη!» της είπε μονάχα απλά κι έσκυψε να την φίλησει.
Το ένιωσε άραγε το φιλί η Μαριάννα; Μάλλον ναι, αφού το σώμα της σπαρτάρισε διαφορετικά τούτη την ύστατη στιγμή στην προσπάθεια του να ανοίξει το στόμα.
«Μουσταφά, Μουσταφά τον έλεγαν τον πατέρα σου. ..Μουσταφά, ή Μιχαήλ, μ’ όποιο όνομα θέλεις από τα δυο μπορείς να τον κρατήσεις…» 





Η Ρέα, μια υπό δοκιμασία ακόμα συγγραφέας, παλεύει για να συνυπάρξει το δικό της το μυαλό με το μυαλό της 15χρονης κόρης της και να μηδενίσει έστω τις βασικές διαφορές τους. Ψάχνει για διεξόδους που την ίδια, τη μεγάλη, θα την φέρουν μπρος και το παιδί, το μικρό, θα το φέρουν (θα το ταξιδέψουν ήθελε να γράψει) πίσω. Όμως που να πάρει η ευχή κι ο δικός της εσωτερικός κόσμος λειτουργεί τόσο διαφορετικά από των υπολοίπων που δεν τα καταφέρνει με τίποτα.
Έως ότου... έως ότου νιώθει το κλάμα της λύτρωσης να πλημμυρίζει τα μάτια της...


«Χάθηκαν τα καλύτερά μου χρόνια κυνηγώντας χίμαιρες...ο άντρας της ζωής μου, τι τρέλα! Δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και πιθανόν να μην υπάρξει ποτέ. Το έψαξα ολάκερο σχεδόν το κουτί της Πανδώρας, χώθηκα έως τα μπούνια μέσα του, έπιασα πάτο στις λάσπες και στα σκατά αναζητώντας τον και δε βρέθηκε. Ο άντρας της συναισθηματικής και νοητικής μου ιδιοκτησίας, τουλάχιστον όπως τον έπλασα κι όπως τον ονειρευόμουν τόσα χρόνια, ενδεχομένως και να μην έλθει ποτέ. Ενδεχομένως... Που σημαίνει όμως ότι ίσως και κάποτε αποφασίσει να έλθει τελικά. Εξάλλου το κουτί της Πανδώρας είναι απύθμενο, οπότε τίποτα και κανείς δεν είναι ικανός να αναγκάσει τον άλλο να ζει χωρίς ελπίδα. Τίποτα και κανείς δεν είναι ικανός να απαγορεύσει το όνειρο. Φτάνει φυσικά το όνειρο να μην προκαλεί εξάρτηση...»


Η αγωνία ενός άντρα που δεν είναι «εκατό τοις εκατό άντρας». ο Γολγοθάς, που φορτωμένος στον σταυρό της διαφορετικότητας διανύει καθημερινά μέσα από τα δύο πολικά αντίθετα της υπόστασής του, η απεγνωσμένη προσπάθεια της λύτρωσης, και ο εξτρίμ έρωτας μιας αλλιώτικης σχέσης, θα κόψουν την ανάσα στο νέο βιβλίο της Ρίκης Ματαλλιωτάκη, που στόχος του είναι να αποδείξει πως οι άνθρωποι δίπλα μας υπάρχουν μόνο σαν ψυχή και όχι σαν φύλο...


Κι όπως θωρώ στο σπίτι μου-στο σπίτι του- τις πολυκαιρισμένες και χλομιασμένες απ’ τον καιρό τον πολύ φωτογραφίες του, σαν να τινάζεται η καρδιά μου και φτάνει ο χτύπος της ψηλά ίσαμε τα μεσοδόκια.
Συγκλίζει το μυαλό μου! Αναφαίνεται στα μάτια μου να δρασκελά από μέσα τους πιο ζωντανός από ζωντανός και με τα μακριά του πόδια και τα μεγάλα ζάλα που έκανε να αναμερίζει και πάλι, πότε με καλοσύνη, πότε με γέλιο, πότε με ξυπνάδα, ως τότε, κι όλα να μένουν ξωπίσω του.
Ως τότε…
Ο ήρωας, ο μικρός Παναγιώτης, ονειρεύεται χρόνια να εκπληρωσει το μεγάλο, παιδικό του όνειρο: Να αποκτήσει ενα τρενάκι.
Κι όταν επιτέλους φτάνει στο παρά πέντε για να το καταφέρει, το θυσιάζει στην ανθρώπινη ανάγκη αφού έτσι μόνο αισθάνονταν πως θα βιώσει την αληθινή έννοια των Χριστουγέννων.

«Κράτησε με σφιχτά Αγγελική» φώναζαν με απόγνωση οι πόθοι του Αναγνώστη «δέσε με κοντά σου καλή μου, μάζεψε με, σκόρπισα μακριά σου τόσα χρόνια. Αέρας γίνηκα και διέλυσα, θρύψαλα, στάχτη και πετάχτηκα, κράτησε με Αγγελική, κράτησε με…»
«Πάρε με Αναγνώστη» ικέτευαν οι πόθοι οι απέναντι «πάρε με ταίρι μου και σκόρπα με, αέρας θέλω να γενώ και να διαλύσω, φλουρί και κρύσταλλο να λιώσω μεσ’ τα χέρια σου. Για σένα τον φύλαγα τον εαυτό μου τόσα χρόνια. Πάρε με κι ότι θες κάνε με, πάρε με μόνο, πάρε με…»